Τρίτη 29 Μαρτίου 2011

Ποικιλίες Σταφυλιού

Λημνιό
Το Λημνιό είναι κόκκινη ποικιλία της Βορειοανατολικής Ελλάδας και κυρίως της Χαλκιδικής. Καλλιεργείται επίσης και στις Σποράδες, καθώς και στην Λήμνο, από όπου έχει την καταγωγή της και πήρε και την ονομασία της από τη «Λημνία σταφυλή», που αναφέρεται από τον Αριστοτέλη και τον Ησίοδο. 
Είναι μια ποικιλία κόκκινων σταφυλιών, μέτριας παραγωγικότητας, πολύ ανθεκτική στη ξηρασία, με σφαιρικές, μικρές ράγες με σκουρόμαυρη φλούδα μετρίου πάχους, και μαλακή, χυμώδη και άχρωμη σάρκα. Από το Λημνιό παράγονται κυρίως επιτραπέζια κόκκινα κρασιά, με λεπτό, ελαφρύ άρωμα φρούτων και μπαχαρικών, και πλούσιο, πολύπλοκο μπουκέτο όταν το κρασί υποστεί παλαίωση σε βαρέλι. Η γεύση του είναι γεμάτη, με μέτρια οξύτητα, μαλακές τανίνες και υψηλή αλκοολική περιεκτικότητα. Παράγονται επίσης ροζέ και λευκά ξηρά κρασιά. 



Μαύρο Μεσενικόλα
Το Μαύρο Μεσενικόλα καλλιεργείται στην περιοχή του νομού Καρδίτσας, στον Μεσενικόλα, στο Μοσχάτο και στο Μορφοβούνι, κοντά στη Λίμνη Πλαστήρα, και δίνει οίνους μαζί με Syrah και Carignan. Ήρθε στην χώρα μας από τους Ενετούς, και η ονομασία του προέρχεται από το "κρασί του Μεσιέ Νικόλα". 
Είναι ζωηρή ποικιλία με μέτρια ευρωστία, με τσαμπί μετρίου έως μεγάλου μεγέθους, πυκνόρραγο, με ράγες μαλακές, χυμώδεις και εύγευστες. 
Είναι ποικιλία που συναντάται αποκλειστικά στην περιοχή του Μεσενικόλα Καρδίτσας. Γραπτές μαρτυρίες αποδεικνύουν την οινοποίησή της ήδη από τα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Πρόκειται για μια ερυθρή ποικιλία, χωρίς πολλές χρωστικές, που δίνει κρασιά με έντονο άρωμα φράουλας (όταν είναι φρέσκια), ενώ όταν παλαιώνει αποκτά έντονα αρώματα βανίλιας, φρούτων του δάσους και δαμάσκηνου. Έχει απαλή γεύση, με λίγες τανίνες και ευχάριστη επίγευση. 
Το Μαύρο Μεσενικόλα, όταν οινοποιείται μόνο του, δίνει καταπληκτικά ροζέ κρασιά, τα οποία διακρίνονται για τα απαλά και διακριτικά αρώματά τους, καθώς και για την καλή τους επίγευση. Τα αδύνατα σημεία της είναι η έλλειψη ικανοποιητικού σώματος και χρώματος των παραγόμενων οίνων ορισμένων ετών, ιδίως όταν προέρχονται από αμπελώνες χαμηλότερου υψομέτρου.




Μοσχοφίλερο
Το Μοσχοφίλερο καλλιεργείται στην Πελοπόννησο, στη Μεσσηνία, στη Λακωνία, καθώς και σποραδικά στο Ιόνιο, στη Λευκάδα, τη Ζάκυνθο, την Πρέβεζα, τη Μαγνησία, και, τελευταία τη Φλώρινα. Κυρίως όμως καλλιεργείται στο Αρκαδικό οροπέδιο, στην περιοχή της Μαντινείας, με την οποία έχει και άρρηκτα συνδεθεί, που φημίζεται για την αμπελουργία της από αρχαιοτάτων χρόνων, η δε περιοχή συνδέεται με την λατρεία του Διονύσου, αλλά και με το κρασί, όπως μαρτυρούν μεγάλο πλήθος αρχαιολογικών ευρημάτων. Ανήκει στην ποικιλία "Φιλέρια", που σήμερα έχει μεταλλαχθεί σε ένα μεγάλο αριθμό υποποικιλιών, όπως το Μαυροφίλερο, το Κοκκινοφίλερο, το Ασπροφίλερο κλπ. Το Μοσχοφίλερο είναι πολυδύναμη ποικιλία, μπορούν δηλαδή να παραχθούν πολλά διαφορετικά είδη κρασιών, από ξηρά λευκά, μέχρι ροζέ, αφρώδη ή και γλυκά κρασιά, με κυρίαρχο ασφαλώς το ξηρό κρασί της Μαντινείας. Τα σταφύλια της ποικιλίας είναι πυκνά, μεγάλου μεγέθους, με συνήθως μεγάλη πυκνότητα ραγών, σφαιρικές και μετρίου μεγέθους, με χονδρή επιδερμίδα χρώματος ερυθρωπού, με σάρκα χυμώδη και μαλακή, με έντονο άρωμα μοσχάτου. Η ποικιλία δίνει χαρακτηριστικά λευκά και ροζέ κρασιά υψηλής ποιότητας, με υψηλή συνήθως οξύτητα και χαμηλό αλκοόλ, και με λεπτό αλλά έντονο άρωμα ροδοπέταλων, εσπεριδοειδών, αλλά και αχλαδιού με ίχνη τριαντάφυλλου, ανάλογα με την οινοποίηση και τον τύπο του κρασιού. 
Σήμερα το Μοσχοφίλερο είναι η πρώτη ποικιλία σε κατανάλωση στη χώρα μας, και επικεφαλής των εξαγωγών μας. 
Το Μοσχοφίλερο ταιριάζει αρμονικά με ψάρια όπως το μπαρμπούνι, η τσιπούρα, η γλώσσα, και γενικά με ψάρια μικρής γευστικής έντασης. Ταιριάζει επίσης με συναγρίδα ψητή, σφυρίδα σχάρας, αλλά και με λευκά, ελαφριάς γεύσης κρέατα, όπως το κοτόπουλο, καθώς και με λευκά ή με ελαφριές σάλτσες ζυμαρικά. Λόγω της υψηλής του οξύτητας, το Μοσχοφίλερο ταιριάζει ιδιαίτερα με πιάτα ωμών θαλασσινών.



Ξινόμαυρο
Είναι η ευγενέστερη ερυθρή ποικιλία του βορειοελλαδικού χώρου, γι' αυτό και έχει ονομαστεί "ελληνικό Pinot Noir". Καλλιεργείται κυρίως στην Νάουσα, τη Γουμένισσα, το Αμύνταιο, τη Ραψάνη, το Τρίκωμο, τη Σιάτιστα, το Βελβεντό και σε μικρότερη έκταση στο Άγιο Όρος, την Όσσα, τα Ιωάννινα, τη Μαγνησία, την Καστοριά και τα Τρίκαλα. Η καλλιέργεια του Ξινόμαυρου ξεκινά τον 17ο αιώνα στις περιοχές της Σιάτιστας, του Αμυνταίου, της Nάουσας, της Γουμένισσας, του Κίτρου κοντά στη Κατερίνη, των Γιαννιτσών, τα μοναστήρια του Αγίου Ορους και η ευρύτερη περιοχή της Θεσσαλονίκης. Στους νεότερους χρόνους, το Ξινόμαυρο συναντάται με τις ονομασίες Μαύρο Ναούσης, Μαύρο Ναουστινό, Ναουστινό. Σήμερα η συνολική έκταση καλλιέργειας ξεπερνά τα 20.000 στρέμματα. Είναι μια πολύ ιδιαίτερη ποικιλία κυρίως ως προς την ευαισθησία της, όπου το έδαφος εδώ παίζει σημαντικό ρόλο. Προτιμά τα εδάφη με ελαφρά έως μέση μηχανική σύσταση, με καλή στράγγιση, τα ασβεστώδη, ουδέτερα έως αλκαλικά μέσης γονιμότητας με γενικά ομαλή τροφοδοσία νερού, τουλάχιστον από τα μέσα Ιουνίου μέχρι και τα τέλη Ιουλίου. Το Ξινόμαυρο είναι μιά ζωηρή και παραγωγική ποικιλία με μέτριου μεγέθους σταφύλια, συνήθως κυλινδροκωνικά, με τσαμπί μεγάλης πυκνότητας και με ράγες μετρίου μεγέθους, σφαιρικές, με χονδρή φλούδα και σκούρο κόκκινο χρώμα. Η σάρκα του είναι μαλακιά, γλυκιά και άχρωμη γι' αυτό και μπορεί να δώσει και οίνους ροζέ αλλά και λευκούς. Σε δροσερές περιοχές μπορεί να δώσει πλούσια ερυθρά κρασιά, γεμάτα, με υψηλή περιεκτικότητα σε αλκόολ, ζωηρό χρώμα και αρκετές τανίνες . Το χρώμα των κρασιών εκτείνεται από σκούρο κόκκινο μέχρι και πορφυρό με διάφορες διαβαθμίσεις ανάλογα με τον χρόνο παλαίωσης. Τα νεαρής ηλικίας κρασιά έχουν αποχρώσεις ιώδεις και κυρίως βυσσινί ενώ όσο παλαιώνουν αποκτούν κεραμιδί αποχρώσεις. Τα αρώματα που κυριαρχούν είναι αυτά των τα μπαχαρικών, του δέρματος αλλά και των κόκκινων φρούτων, με δευτερεύοντα τα αρώματα ντομάτας σε διάφορες μορφές κυρίως στα νέα κρασιά. Το σώμα των κρασιών είναι από μέτριο ως υψηλό, με οξύτητες που σε συνδυασμό με τις τανίνες, καθιστούν την παλαίωση σχεδόν υποχρεωτική, που βελτιώνει τα κρασιά αυτά μαλακώνοντας την γεύση τους χωρίς να αφαιρεί την χαρακτηριστική στιβαρότητά τους.


Σαββατιανό
Το Σαββατιανό είναι μία από τις πιο διαδεδομένες αλλά και συγχρόνως πιο παρεξηγημένες ελληνικές ποικιλίες, με προέλευση που χάνεται στα βάθη των αιώνων και τη βρίσκουμε με διάφορα ονόματα όπως Δουμπραίνα Άσπρη, Κοντούρα Άσπρη, Σακέικο, Σταματιανό, Σαββαθιανό, Περαχωρίτικο, Περαχωρίτης, Ασπρούδα. Ο Όμηρος αναφέρει ότι το καλλιεργούσαν στην Πολυστάφυλον Άρην (Βοιωτία) και στην Πολυστάφυλον Ιστιαία (Εύβοια). Στην Αττική, η καλλιέργειά του έχει παρελθόν τουλάχιστον 2.500 χρόνων. Σήμερα καλλιεργείται κυρίως στην ευρύτερη ζώνη της Στερεάς Ελλάδος, όπως επίσης στη Δυτική Κρήτη, στις Κυκλάδες, στην Πελοπόννησο, στη Θεσσαλία και στη Μακεδονία. 
Είναι η ποικιλία που έχει συνδεθεί με την αρχή της οινικής ιστορίας της Ελλάδας, αφού από την περιοχή της Αττικής ξεκίνησε η δημιουργία των πρώτων οινοποιείων και η παραγωγή των πρώτων εμφιαλωμένων οίνων με βάση το Σαββατιανό. Η σχέση του με τη ρετσίνα -που παράγεται κυρίως από Σαββατιανό- το οδήγησε στην υπερπαραγωγή και όχι στην ποιότητα. Κι αυτός είναι και ο λόγος που η έξοχη αυτή ελληνική ποικιλία έχασε στο πέρασμα των χρόνων το «καλό» της όνομα. Τα τελευταία χρόνια γίνονται μεγάλες προσπάθειες -κυρίως στην περιοχή των Μεσογείων, όπου βρίσκεται ο μεγαλύτερος αμπελώνας Σαββατιανού- για να διορθωθούν τα λάθη του παρελθόντος και να αποκτήσει η ποικιλία αυτή το χαμένο της κύρος. 
Είναι ποικιλία μέσης ζωηρότητας και ευρωστίας, αρκετά παραγωγική. Το φυτό είναι ανθεκτικό απέναντι στις ασθένειες και στη ξηρασία και έχει ικανοποιητική απόδοση σε φτωχά εδάφη. Προτιμά όμως περισσότερο εδάφη ξηρά, ασβεστώδη, καθώς και περιοχές που βρίσκονται σε σχετικό υψόμετρο. Το τσαμπί είναι μετρίου έως μεγάλου μεγέθους, σχήματος κυλινδροκωνικού, πυκνόρωγο, με μίσχο μήκους 4 - 5 εκ. Έχει χρώμα κοκκινοκάστανο και το βάρος του μπορεί να φτάσει τα 600 γραμμάρια. Αν καλλιεργηθεί με σύγχρονες μεθόδους αλλά και με χαμηλή στρεμματική απόδοση, δίνει λευκά κρασιά με κιτρινοπράσινο χρώμα (έως έντονο κίτρινο όταν πρόκειται για παλαιωμένα κρασιά), με αρώματα ροδάκινου, λεμονιού, ακτινιδίου, μπανάνας, πεπονιού και φράουλας, μαλακά στο στόμα και με σχετικά χαμηλή οξύτητα. 
Τα κρασιά που προέρχονται από τα ηλιόλουστα και φτωχά εδάφη της Αττικής είναι πιο «γεμάτα», «ζεστά» από την σχετικά υψηλή αλκοολική περιεκτικότητα, με βαριά αρώματα ζύμωσης, αλλά και με σχετικά γρήγορη εξέλιξη κατά την παλαίωσή τους. Αυτά που προέρχονται από τις δροσερές περιοχές της Βοιωτίας και των πλαγιών της Πεντέλης, έχουν φρουτώδη χαρακτήρα, πιο λεπτή γεύση και είναι πιο «δροσερά» (νευρικά) λόγω της οξύτητας που διατηρούν και του μικρότερου αλκοολικού τίτλου.




0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου